-
1 sabah
πρωί, πρωινό -
2 matin
πρωί -
3 matinée
πρωί -
4 dopoledne
πρωί -
5 ráno
πρωί -
6 morning
πρωί -
7 przedpołudnie
πρωί -
8 ranek
πρωί -
9 rano
πρωί -
10 утро
утро с το πρωί, το πρωινό (чаще мн.)· ранним \утром πολύ πρωί, πρωί πρωί* в девять часов утра στις εννέα το πρωί' по утрам κάθε πρωί, τα πρωινά ◇ доброе \утро!, с добрым \утром! καλημέρα!* * *сτο πρωί, το πρωινό (чаще мн.)ра́нним у́тром — πολύ πρωί, πρωί πρωί
в де́вять часо́в утра́ — στις εννέα το πρωί
по утра́м — κάθε πρωί, τα πρωινά
••до́брое у́тро!, с до́брым у́тром! — καλημέρα!
-
11 утро
у́тр||ос τό πρωί, ἡ πρωία:наступает \утро ξημέρωσε· в 9 часов \утроа στις ἐννιά τό πρωί· на следующее \утро τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, τήν ἐπομένην πρωιαν с \утроа ἀπό τό πρωί· с самого \утроа ἀπό νωρίς τό πρωί· с раннего \утроа ἀπό πολύ πρωί· с \утроа до вечера ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ· до \утроа́ ῶς τό πρωί· к \утроу κατά τό πρωί· по \утроам τά πρωινά· ◊ с добрым \утроом!, доброе \утро! καλημέρα!· в одно прекрасное \утро μίαν ὠραίαν πρωΐαν \утро вечера мудренее погов. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
12 утром
утромнареч τό πρωί, τήν πρωίαν:рано \утром πρωί πρωί· ранним \утром πολύ πρωί· однажды \утром ἕνα πρωί· вчера \утром χθες τό πρωί· сегодня \утром σήμερα τό πρωί· завтра \утром αὐριο τό πρωί. -
13 утро
утра (с утра, до утра), утру (к утру, по утру), πλθ. утра, утр, утрам ουδ. το πρωί, το πρωινό, η πρωία•работать с -а до вечера δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ•
под -ом κοντά το πρωί•
на следующее утро το άλλο πρωί•
с самого -а από το πρωί•
с раннего -а από νωρίς το πρωί•
к -у κατά το πρωί.
εκφρ.на утро – (επίρ.) το πρωί•с добрым -ом – κ. доброе καλημέρα (χαιρετισμός). -
14 утром
επίρ. (το) πρωί•гулять утром - полезно для здоровья ο περίπατος (το) πρωί είναι ωφέλιμος για την υγεία•
рано утром νωρίς το πρωί•
ранним утром από νωρίς το πρωί•
сегодня утром σήμερα το πρωί•
завтра утром αύριο πρωί•
вчера утром χτες πρωί•
однажды утром μια φορά (το) πρωί.
-
15 утром
утром πρωί, το πρωί- сегодня (вчера, завтра) \утром σήμερα (χτες, αύριο) το πρωί* * *πρωί, το πρωίсего́дня (вчера́, за́втра) у́тром — σήμερα (χτες, αύριο) το πρωί
-
16 самый
самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά* * *1. в знач. именноαυτός, ο ίδιοςс са́мого утра́ — από πρωί πρωί
в са́мом нача́ле — από την αρχή
до са́мого ве́чера — ως το βράδυ
до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι
2. при образовании превосх. ст.в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα
са́мый си́льный — ο πιο δυνατός
са́мое гла́вное — το κυριότερο
••в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά
-
17 спозаранку
спозаранкунареч разг πρωΐ-πρωί, νωρίς-νωρίς:встать \спозаранку σηκώνομαι πρωΐ-πρωΐ. -
18 рань
-и θ.το πολύ πρωί•такая (этакая) рань τι τόσο πρωί•
куда ты такую рань собрался? για που τόσο πολύ πρωί ετοιμάστηκες;•
этакая, солнце ещё не взошло τόσο πολύ πρωί, ο ήλιος ακόμα δε βγήκε.
-
19 петух
-а α.1. πετεινός, κόκορας. || το αρσενικό μερικών ορνιθοειδών.2. μτφ. καυγατζής, παλικαράς, νταής.3. το λάλημα των κοκοριών (αργά τη νύχτα ή πολύ πρωί)•сидеть до -ов κάθομαι ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια•
проговорить до вторых -ов κουβεντιάζω ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (ως πολύ πρωί)•
первые -и πρώτο λάλημα των κοκόριων•
вторые -и το δεύτερο (πρωινό) λάλημα των κοκόριων•
вставать с -ами σηκώνομαι πολύ πρωί (με το λάλημα των κοκόριων).
εκφρ.пустить (красного) -а – πυρπολώ•пустить -а – κάνω φάλτσο (λαρυγγισμό) κατά την υψιφωνια, φαλτσάρω. -
20 в
в (во) в разн. знач. σε, σ', εις; για; в театре στο θέατρο в Москве στη Μόσχα; войти в дом μπαίνω στο σπίτι* ехать в Афины πηγαίνω στην Αθήνα в двух километрах σε απόσταση δύο χιλιομέτρων; в десять часов утра στις δέκα το πρωί в тысяча девятьсот , восемьдесят пятом году στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε; в прошлый раз την περασμένη φορά; в память чего-л. για ενθύμιο τινός в самом деле αλήθεια, πραγματικά* * *в разн. знач. воσε, σ’, εις; γιαв теа́тре — στο θέατρο
в Москве́ — στη Μόσχα
войти́ в дом — μπαίνω στο σπίτι
е́хать в Афи́ны — πηγαίνω στην Αθήνα
в двух киломе́трах — σε απόσταση δύο χιλιομέτρων
в де́сять часо́в утра́ — στις δέκα το πρωί
в ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́том году́ — στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε
в про́шлый раз — την περασμένη φορά
в па́мять чего́-л. — για ενθύμιο τινός
в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά
См. также в других словарях:
πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως … Dictionary of Greek
πρῶι — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρῷ , πρωί early in the day attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωί — early in the day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωί — επίρρ. χρον. 1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί. 2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο. 3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρώι — πρῴ , πρωί early in the day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῷ — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρωί early in the day attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτατον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτερον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωιαίτατα — πρωί early in the day irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτατα — πρωί early in the day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίτεροι — πρωί early in the day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)